- υποπίμελος
- -ον, Αο κάπως παχουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -πίμελος (< πιμελή «λίπος, πάχος»), πρβλ. κατα-πίμελος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπίμελος — ὑποπί̱μελος , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμελον — ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem acc sg ὑποπί̱μελον , ὑποπίμελος somewhat fat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπίμελοι — ὑποπί̱μελοι , ὑποπίμελος somewhat fat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)